νεοεξάνιο

νεοεξάνιο
το
χημ. άκυκλη οργανική ένωση, κορεσμένος υδρογονάνθρακας, που αποτελεί συστατικό τών βενζινών υψηλού βαθμού οκτανίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”